passoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

passoire < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.swaʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
passoire passoires

passoire (fr) θηλυκό

  1. το τρυπητό (σκεύος της κουζίνας)
  2. το σουρωτήρι