muck
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
muck | mucks |
muck (en)
- η κοπριά
- (ανεπίσημο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) η βρωμιά
- ↪ I am cleaning the muck out of the yard.
- Καθαρίζω τη βρωμιά από μια αυλή.
- ↪ I am cleaning the muck out of the yard.
Ρήμα
[επεξεργασία]muck (en)