muck

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
muck mucks

muck (en)

  1. η κοπριά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη manure
  2. (ανεπίσημο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) η βρωμιά
    I am cleaning the muck out of the yard.
    Καθαρίζω τη βρωμιά από μια αυλή.

Ρήμα[επεξεργασία]

muck (en)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]