multifactoriel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό multifactoriel multifactoriels
θηλυκό multifactorielle multifactorielles

Επίθετο[επεξεργασία]

multifactoriel (fr)

  1. που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες
    il y a des causes multifactorielles - υπάρχουν αίτια που εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες