multiple
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]multiple (en)
- το πολλαπλάσιο
Επίθετο
[επεξεργασία]multiple (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) multiple inheritance
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
multiple | multiples |
multiple (fr) αρσενικό ή θηλυκό