multiple
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
multiple (en)
- το πολλαπλάσιο
Επίθετο[επεξεργασία]
multiple (en)
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) multiple inheritance
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
multiple | multiples |
multiple (fr) αρσενικό ή θηλυκό