Μετάβαση στο περιεχόμενο

multiplication

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

multiplication (en) (μη μετρήσιμο)

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
multiplication multiplications

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /myl.ti.pli.ka.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

multiplication (fr) θηλυκό