mushroom

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
mushroom mushrooms

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mushroom (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]