muszka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- muszka < υποκοριστικό του mucha
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]muszka (pl) θηλυκό
- μικρή μύγα, μυγούλα, μυγάκι
- παπιγιόν
- τμήμα σκόπευτρου πυροβόλου όπλου
- είδος ψεύτικου δολώματος για ψάρεμα