muszka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
muszka < υποκοριστικό του mucha

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmuʃka/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

muszka (pl) θηλυκό

  1. μικρή μύγα, μυγούλα, μυγάκι
  2. παπιγιόν
  3. τμήμα σκόπευτρου πυροβόλου όπλου
  4. είδος ψεύτικου δολώματος για ψάρεμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]