mutable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mutable < (άμεσο δάνειο) λατινική mutabilis. Συγχρονικά αναλύεται σε mut(ate) + -able

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmjuːtəbl̩/

Επίθετο

[επεξεργασία]

mutable (en)

  1. μεταβλητός, ευμετάβλητος
  2. (πληροφορική) μεταβλητή, για δομή δεδομένων
    a mutable variable or data type

Αντώνυμα

[επεξεργασία]