mutable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mutable < (άμεσο δάνειο) λατινική mutabilis. Συγχρονικά αναλύεται σε mut(ate) + -able
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmjuːtəbl̩/
Επίθετο[επεξεργασία]
mutable (en)
- μεταβλητός, ευμετάβλητος
- (πληροφορική) μεταβλητή, για δομή δεδομένων
- a mutable variable or data type