naïvement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

naïvement (fr)

  1. (παρωχημένο) εκ γενετής, από τη φύση του
  2. (παρωχημένο) φυσικά, χωρίς φτιασίδια, ειλικρινά
     συνώνυμα: brutalement, carrément, certainement, clairement, directement, évidemment, hardiment, nettement, ouvertement, résolument, rondement, simplement, vraiment
     αντώνυμα: faussement
  3. (σύγχρονη χρήση) αφελώς
     συνώνυμα: ingénument
     αντώνυμα: sournoisement