naŭhora
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naŭhora | naŭhoraj |
αιτιατική | naŭhoran | naŭhorajn |
naŭhora (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | naŭhora | naŭhoraj |
αιτιατική | naŭhoran | naŭhorajn |
naŭhora (eo)