najtingalo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- najtingalo < najtingal- + -o
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | najtingalo | najtingaloj |
αιτιατική | najtingalon | najtingalojn |
najtingalo (eo)