Μετάβαση στο περιεχόμενο

nap

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
nap naps

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nap (en)

  • υπνάκος
      I'm going to take a nap.
    Θα πάρω έναν υπνάκο.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nap (hu)

  1. ο ήλιος
  2. η μέρα