nasillard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nasillard | nasillards |
θηλυκό | nasillarde | nasillardes |
Επίθετο[επεξεργασία]
nasillard (fr)
- ένρινος
- Une voix nasillarde. Μια ένρινη φωνή.
- (συνεκδοχικά)
- Le son nasillard d'un vieux disque. Ο βραχνός ήχος ενός παλιού δίσκου.