Μετάβαση στο περιεχόμενο

natatoire

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
natatoire natatoires

Επίθετο

[επεξεργασία]

natatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (σπάνιο) που αφορά την κολύμβηση
  2. νηκτικός
    vessie natatoire - νηκτική κύστη