nigaud

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό nigaud nigauds
θηλυκό nigaude nigaudes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nigaud (fr)

  1. αγαθιάρης, χαζός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nigaud nigauds

nigaud (fr) αρσενικό

  1. (ζωολογία) μικρός, βαρύς και αδέξιος κορμοράνος