nigaud
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nigaud | nigauds |
θηλυκό | nigaude | nigaudes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nigaud (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
nigaud | nigauds |
nigaud (fr) αρσενικό
- (ζωολογία) μικρός, βαρύς και αδέξιος κορμοράνος