nito
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nito | nitoj |
αιτιατική | niton | nitojn |
nito (eo)
- το καρφί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | nito | nitoj |
αιτιατική | niton | nitojn |
nito (eo)