Μετάβαση στο περιεχόμενο

noun substantive

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
noun substantive <  δείτε τις λέξεις noun και substantive

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

noun substantive (en)