Μετάβαση στο περιεχόμενο

noun

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
noun nouns

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

noun (en)

  • (γραμματική) το ουσιαστικό, το όνομα
      masculine/feminine/neuter nouns - ουσιαστικά αρσενικού/θηλυκού/ουδέτερου γένους
      gender/number/case of a noun - γένος/αριθμός/πτώση ενός ονόματος

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • noun στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια