novélisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
novélisation | novélisations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
novélisation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
novélisation | novélisations |
novélisation (fr) θηλυκό