novaĵletero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novaĵletero | novaĵleteroj |
αιτιατική | novaĵleteron | novaĵleterojn |
novaĵletero (eo)
- επιστολή πληροφόρησης, newsletter