Μετάβαση στο περιεχόμενο

nuée

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
nuée nuées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nuée (fr) θηλυκό

  1. μεγάλο νέφος
     συνώνυμα: nuage, nue
  2. πλήθος
     συνώνυμα: essaim, quantité