nube

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενικός πληθυντικός
nube nubes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

nube (es) θηλυκό


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nube nubi

nube (it) θηλυκό

  1. το σύννεφο
  2. (μεταφορικά) η σκιά