oblation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oblation (en)

  1. η θεία ευχαριστία
  2. ευλαβής αφιέρωση



      ενικός         πληθυντικός  
oblation oblations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oblation (fr) θηλυκό