observer
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
observer | observers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]observer (en)
- ο θεατής, αυτός που παρακολουθεί κάτι
- ⮡ There were observers of the disaster.
- Υπήρξαν θεατές της καταστροφής.
- ⮡ There were observers of the disaster.
- ο παρατηρητής, πρόσωπο που παρακολουθεί μια συνάντηση, μάθημα κτλ. για να ακούσει και να βλέπει αλλά χωρίς να συμμετέχει
- ο παρατηρητής, πρόσωπο που παρακολουθεί και μελετά συγκεκριμένα γεγονότα, καταστάσεις κτλ. και επομένως θεωρείται ειδικός σε αυτά
- ⮡ Reliable political observers assess that in the following months there will be tension between the government and the political opposition.
- Έγκυροι πολιτικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι τους επόμενους μήνες θα υπάρξει ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση.
- ⮡ Reliable political observers assess that in the following months there will be tension between the government and the political opposition.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]observer (fr)