occidentalisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
occidentalisation | occidentalisations |
occidentalisation (fr) θηλυκό
- ο εξευρωπαϊσμός, η δυτικοποίηση, η απόκτηση τρόπου ζωής που ταιριάζει στον δυτικό κόσμο