δυτικοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυτικοποίηση οι δυτικοποιήσεις
      γενική της δυτικοποίησης* των δυτικοποιήσεων
    αιτιατική τη δυτικοποίηση τις δυτικοποιήσεις
     κλητική δυτικοποίηση δυτικοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δυτικοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυτικοποίηση < δυτικ(ός) + -ο- + -ποίηση• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði.ti.koˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐τι‐κο‐ποί‐η‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δυτικοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]