oksigeno
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | oksigeno |
αιτιατική | oksigenon |
oksigeno (eo)
- το οξυγόνο
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | oksigeno |
αιτιατική | oksigenon |
oksigeno (eo)