omaĝo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | omaĝo | omaĝoj |
| αιτιατική | omaĝon | omaĝojn |
omaĝo (eo)
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | omaĝo | omaĝoj |
| αιτιατική | omaĝon | omaĝojn |
omaĝo (eo)