on sight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
on sight (en)
- επί τη εμφανίσει
- ↪ It is payable on sight and at a specific date.
- Πληρώνεται επί τη εμφανίσει και σε συγκεκριμένη ημερομηνία.
- ↪ It is payable on sight and at a specific date.