sight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sight sights

sight (en)

  1. η όραση, η ικανότητα να βλέπεις
    he lost his sight after this terrible accident
  2. αυτό που βλέπει κανείς, η θέα, το θέαμα
  3. αυτό που αξίζει να το δεις· (στον πληθυντικό) τα αξιοθέατα
    we're going to see the sights of the area tomorrow
  4. η ματιά

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας sight
γ΄ ενικό ενεστώτα sights
αόριστος sighted
παθητική μετοχή sighted
ενεργητική μετοχή sighting

sight (en)

  • βλέπω
    I sighted the coast from the ship.
    Είδα την ακτή από το πλοίο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη see