sight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sight | sights |
sight (en)
- η όραση, η ικανότητα να βλέπεις
- he lost his sight after this terrible accident
- αυτό που βλέπει κανείς, η θέα, το θέαμα
- αυτό που αξίζει να το δεις· (στον πληθυντικό) τα αξιοθέατα
- we're going to see the sights of the area tomorrow
- η ματιά
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | sight |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sights |
αόριστος | sighted |
παθητική μετοχή | sighted |
ενεργητική μετοχή | sighting |
sight (en)