θέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θέα | οι | θέες |
γενική | της | θέας | — | |
αιτιατική | τη | θέα | τις | θέες |
κλητική | θέα | θέες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θέα < αρχαία ελληνική θέα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈθe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θέ‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θέα θηλυκό
- αυτό που βλέπει κανείς
- ↪ σε κοινή θέα: ώστε να (το) βλέπουν οι πάντες
- η ευρεία εικόνα από μακριά ενός φυσικού τοπίου, μιας πόλης κ.λπ
- ↪ ενοικιάζεται δωμάτιο με θέα στη θάλασσα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θέα
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
θέα < θεάομαι και ιωνικός τύπος θηέομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θέα θηλυκό ( & ιωνικός τύπος θέη)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)