onglée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
onglée onglées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

onglée (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]