onglet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
onglet onglets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

onglet (fr) αρσενικό

  1. η εγκοπή
  2. (για λογισμικό) η καρτέλα

Συγγενικά

[επεξεργασία]