καρτέλα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρτέλα | οι | καρτέλες |
γενική | της | καρτέλας | των | καρτελών |
αιτιατική | την | καρτέλα | τις | καρτέλες |
κλητική | καρτέλα | καρτέλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρτέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cartella, υποκοριστικό του carta < λατινική charta < αρχαία ελληνική χάρτης (αντιδάνειο)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρτέλα θηλυκό
- η κάρτα στην οποία καταγράφονται διάφορα δεδομένα και η οποία φυλάσσεται μαζί με άλλες καρτέλες, συνήθως ειδικά ταξινομημένες
- (πληροφορική) η ειδική ενότητα σε λογισμικό ή ιστοσελίδα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- καρτέλ
- καρτελάκι
- καρτελοθήκη
- → δείτε τις λέξεις χαρτί και χάρτης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)