καρτελοθήκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρτελοθήκη οι καρτελοθήκες
      γενική της καρτελοθήκης των καρτελοθηκών
    αιτιατική την καρτελοθήκη τις καρτελοθήκες
     κλητική καρτελοθήκη καρτελοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καρτελοθήκη σε βιβλιοθήκη.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρτελοθήκη < καρτέλ(α) + -ο- + -θήκη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaɾ.te.loˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρ‐τε‐λο‐θή‐κη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καρτελοθήκη θηλυκό

  1. θήκη για καρτέλες
    Αγόρασα ειδική καρτελοθήκη για τις βιβλιογραφικές μου σημειώσεις.
  2. (ειδικότερα) έπιπλο με συρτάρια για καρτέλες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]