opponent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
opponent | opponents |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
opponent (en)
- ο/η αντίπαλος
- ↪ the exile of political opponents of the regime - η εκτόπιση των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος
- ↪ Our opponents are already on the field.
- Οι αντίπαλοι μας είναι ήδη στο γήπεδο.