opponent

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
opponent opponents

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

opponent (en)

  • ο/η αντίπαλος
    the exile of political opponents of the regime - η εκτόπιση των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος
    Our opponents are already on the field.
    Οι αντίπαλοι μας είναι ήδη στο γήπεδο.

Πηγές[επεξεργασία]