opponent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
opponent | opponents |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
opponent (en)
- αντίπαλος
- ↪ Our opponents are already on the field.
- Οι αντίπαλοι μας είναι ήδη στο γήπεδο.
- ↪ Our opponents are already on the field.