orchard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
orchard | orchards |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]orchard (en)
- ο οπωρώνας, το περιβόλι με οπωροφόρα
- ⮡ an orchard with apple trees/an apple orchard - ένας οπωρώνας με μηλιές
- ⮡ They fenced off the orchard.
- Έφραξαν το περιβόλι.