οπωροφόρο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οπωροφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου οπωροφόρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οπωροφόρο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οπωροφόρο