ordinant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ordinant | ordinants |
ordinant (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) αυτός που χειροτονεί
ενικός | πληθυντικός |
ordinant | ordinants |
ordinant (fr) αρσενικό