ordinant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ordinant | ordinants |
ordinant (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) αυτός που χειροτονεί
ενικός | πληθυντικός |
ordinant | ordinants |
ordinant (fr) αρσενικό