origini
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ρήμα origini | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | originas | originanta | originata |
αόριστος | originis | origininta | originita |
μέλλοντας | originos | originonta | originota |
υποθετική | originus | - | - |
προστακτική | originu | - | - |
origini (eo) el
- mi originas el Greklando - κατάγομαι από την Ελλάδα
Ίντο (io)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]origini (io)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
origine | origini |
origini (it)