origino
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | origino | originoj |
αιτιατική | originon | originojn |
origino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | origino | originoj |
αιτιατική | originon | originojn |
origino (eo)