origin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
origin | origins |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]origin (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η προέλευση, η αρχή
- ⮡ Do you know the origin?
- Γνωρίζεις την προέλευση;
- ⮡ The origin of this wine is Spain.
- Η προέλευση αυτού του κρασιού είναι από την Ισπανία.
- ⮡ Do you know the origin?