Μετάβαση στο περιεχόμενο

orphan

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
orphan orphans

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

orphan (en)

  • ο ορφανός, η ορφανή
      He is an orphan; we must support him.
    Είναι ορφανός· πρέπει να τον υποστηρίξουμε.