ορφανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ορφανός, Ὀρφανός, ὀρφανός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορφανός η ορφανή το ορφανό
      γενική του ορφανού της ορφανής του ορφανού
    αιτιατική τον ορφανό την ορφανή το ορφανό
     κλητική ορφανέ ορφανή ορφανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορφανοί οι ορφανές τα ορφανά
      γενική των ορφανών των ορφανών των ορφανών
    αιτιατική τους ορφανούς τις ορφανές τα ορφανά
     κλητική ορφανοί ορφανές ορφανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ορφανός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀρφανός [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /oɾ.faˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορ‐φα‐νός

Επίθετο[επεξεργασία]

ορφανός αρσενικό

  1. που έχει χάσει τον πατέρα του και τη μητέρα του, ή έναν από τους δύο
  2. χαρακτηρισμός φαγητού που δεν έχει κρέας
    ※  μεταξύ μας, πάντα το έβρισκα αστείο ότι το οικολογικό και το ορφανό σουβλάκι περιγράφουν το ίδιο πράγμα, με αυτόν τον τρόπο δημιουργώντας την εύλογη σύγκριση μεταξύ της φρίκης της απώλειας των γονέων και της τραγωδίας του να... σέβεσαι τη φύση. (Κουντουριώτικο: το καλύτερο χορτοφαγικό σουβλάκι στο Κουκάκι, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1])

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]