οικολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οικολογικός < λόγιο δάνειο από τη γερμανική ökologisch ή από τη γαλλική écologique.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε οικολογ(ία) + -ικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ko.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κο‐λο‐γι‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]οικολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την οικολογία
- ⮡ οικολογικός τουρισμός, οικολογικός τρόπος οδήγησης
- ⮡ οικολογική σήμανση
- χαρακτηρισμός φαγητού που δεν έχει κρέας
- ※ μεταξύ μας, πάντα το έβρισκα αστείο ότι το οικολογικό και το ορφανό σουβλάκι περιγράφουν το ίδιο πράγμα, με αυτόν τον τρόπο δημιουργώντας την εύλογη σύγκριση μεταξύ της φρίκης της απώλειας των γονέων και της τραγωδίας του να... σέβεσαι τη φύση. (Κουντουριώτικο: το καλύτερο χορτοφαγικό σουβλάκι στο Κουκάκι, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1])
Αντώνυμα
[επεξεργασία]- μη οικολογικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οικολογικός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ οικολογικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)