oseille
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
oseille | oseilles |
oseille (fr) θηλυκό
- (βοτανική) το ξινολάπαθο
- (οικείο) το παραδάκι
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
oseille | oseilles |
oseille (fr) θηλυκό