osmomètre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
osmomètre < osmo(se) + -mètre

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔs.mɔ.mɛtʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
osmomètre osmomètres

osmomètre (fr) αρσενικό