out of control
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]out of control (en)
- (ιδιωματισμός) εκτός ελέγχου
The situation is out of control.
- Η κατάσταση βρίσκεται εκτός ελέγχου.
When I met him he was already out of control.
- Όταν τον συνάντησα ήταν ήδη εκτός ελέγχου.