out of the way

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
out of the way < → δείτε τις λέξεις out, of, the και way

Έκφραση

[επεξεργασία]

out of the way (en) (ιδιωματισμός)

  1. παράμερος, παράμερα
    ⮡  an out-of-the-way house - παράμερο σπίτι
    ⮡  My house is a little out of the way.
    Το σπίτι μου είναι λίγο παράμερα.
  2. βάζω κάτι στην άκρη, για να μην εμποδίζεται
    ⮡  Take your bike out of the way.
    Βάλε στην άκρη το ποδήλατό σου.