outlet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
outlet | outlets |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]outlet (en)
- η πρίζα
- ↪ Somewhere the cable is short circuiting and the power is not reaching the outlet.
- Κάπου βραχυκυκλώνει το καλώδιο και δε φτάνει το ρεύμα στην πρίζα.
- ↪ Somewhere the cable is short circuiting and the power is not reaching the outlet.