Μετάβαση στο περιεχόμενο

outlet

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
outlet outlets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

outlet (en)

  • η πρίζα
      Somewhere the cable is short circuiting and the power is not reaching the outlet.
    Κάπου βραχυκυκλώνει το καλώδιο και δε φτάνει το ρεύμα στην πρίζα.